- γαλαντλία
- η1. ειδικό θήλαστρο με το οποίο γίνεται αναρρόφηση τού γάλακτος από τους μαστούς, κυρίως όταν πάσχουν από ραγάδες τής θηλής2. όργανο για το άρμεγμα τών αγελάδων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek